-
1 πρόκειμαι
A to be set before one, ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα the meats laid ready, Il.9.91, al.; π. δαίς, δεῖπνον, Hdt.1.211, 5.105;τὰ π. ἀγαθά Id.9.82
; ἄρτοι προκείμενοι shew-bread, LXX Ex.39.18 (36); τράπεζα π. ib.38.9 (37.10).2 lie exposed,ὁρέω παιδίον προκείμενον Hdt.1.111
; of a tuft of wool, S.Tr. 702; ἄτιμος ὧδε πρόκειμαι, says Ajax of himself, Id.Aj. 427 (lyr.), cf. E.Tr. 1179;νομίζετε τὸν παῖδα τουτονὶ ἱκετηρίαν ὑμῖν προκεῖσθαι D.43.83
; esp. lie dead, A.Th. 964 (lyr.), S.Aj. 1059; προκείμενον νέκυν laid out for burial, E.Alc. 1012, cf. S.Ant. 1101, Ar.Ec. 537, Av. 474, Antipho 6.34, Luc.Luct.12; opp. ἐξενεχθείς, Lys.Fr.23 (also, to be buried first, IGRom.4.735 ([place name] Eumenia), MAMA4.357 (ibid., iii A.D.)): metaph., πρὸς ὕβριν π. to be exposed to.., D.S.33.15 (dub.l.).3 to be set before competitors, as the prize of a contest,τοῖσι.. προὔκειτο μέγας τρίπος Hes.Sc. 312
: hence,b metaph., to be set before one, proposed, γνῶμαι τρεῖς προεκέατο three opinions were set forth, Hdt.3.83, cf. 7.16.α'; τοσούτων πέρι σκέψις πρόκειτα Pl.R. 533e
, cf. Phdr. 237c; π. τῷ συμβουλεύοντι σκοπὸς τὸ συμφέρον is proposed as a mark, Arist. Rh. 1362a17; ἡ προκειμένη ξυμμαγία the alliance which naturally offers, Th.1.35; freq. of contests,πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ π. Pl.Phdr. 247b
, cf.La. 182a;καταγέλαστον.., ὃ πάλαι πρόκειται, τοῦτο πάλιν προτιθέναι Id.Euthd. 279d
; to be extant,προοίμια π. Id.Lg. 722e
; freq. in part., ὁ προκείμενος ἄεθλος the task set, Hdt.1.126, 4.10, cf. A.Pr. 259, 755;ἀγῶνος μεγίστου π. Hdt.9.60
;ἆθλα π. Lys.1.47
, X.Cyr.2.3.2, etc.;τὸν π. πόνον E.Alc. 1149
;ἔχειν ἔργον π. Pl.R. 407a
; τὰ προκείμενα, opp. μέλλοντα, S.Ant. 1334, cf. E.Rh. 984; soξυμφορᾶς προκειμένης Id.Alc. 551
; τὸ π. ἐν τῷ λόγῳ or τὸ π., the question under discussion, Pl.Grg. 457d, La. 184c, etc.; τὸ π. πρῆγμα the matter in hand, Hdt. 1.207: impers., περὶ σωτηρίας προκειμένου when the question is concerning safety, Ar.Ec. 401;πρόκειται ἡμῖν ζητεῖν Luc.Par.54
, cf. D.H. Rh.7.5.4 to be set forth, settled, prescribed, appointed, (lyr.);π. σημήϊα Hdt.2.38
; αἱ προκείμεναι ἡμέραι the prescribed days, ib.87; ;ἀναγκαίη π. Id.1.11
; τὸ θανεῖν.. πᾶσι πρόκειται prob. in IG12(1).146 ([place name] Rhodes); of laws,νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς π. S.Ant. 481
; of punishments,στέρεσθαι κρατὸς ἦν προκείμενον A.Pers. 371
;φόνον π. δημόλευστον S.Ant.36
;πολλῶν [ἁμαρτημάτων] θανάτου ζημίαι π. Th.3.45
.II lie before, lie in front of, c. gen., projecting further than,Hdt.
2.12, cf. 4.99; ᾗ (ᾧ codd.) προὔκειτο μαστῶν περονίς where was set a brooch before her breasts, S.Tr. 925;πρὸ τῶν ἀνθρώπων π. τὰ παραφράγματα Pl.R. 514b
;Ἐφέσου τεὰ τόξα πρόκειται Call.Dian. 258
;οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι Plb.1.48.2
: abs., of a cape, island, etc.,ἐν τῇ θαλάττῃ π. χωρίον X.An.6.4.3
;τὰ προκείμενα τῆς χώρας ὄρη Id.Mem. 3.5.27
;παρὰ ἤπειρον νῆσος π. Id.Ath.2.13
, etc.III precede, γράμμα π. an initial letter, AP11.426; ἐν τοῖς π. in the preceding pages, A.D.Synt. 138.4; ὡς πρόκειται ib.32.17, freq. in Pap., POxy.271.15 (i A. D.), etc.; προκείμενον a preceding word, A.D.Pron.39.25, al.; χρόνος ὁ προκείμενος date as above, PTeb.397.34 (ii A. D.); τοῦ π. ἔτους in the aforesaid year, PAmh.50.11 (ii B.C.);ἡ π. βοτάνη
above-mentioned,PMag.Par.
1.779, cf. Gal.12.455 (but οἱ π. θεοί represented on this monument, OGI663.2 (Egypt, i A. D.)).2 τὸ π. αὐτοῦ μόριον from which it is derived (ὥς from ὅς), A.D.Adv.171.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόκειμαι
-
2 πρό-κειμαι
πρό-κειμαι (s. κεῖμαι), vorliegen, vor einem andern Gegenstande liegen; Αἴγυπτος προκειμένη τῆς ἐχομένης γῆς, Her. 2, 12; ἐν τῇ ϑαλάττῃ, sich ins Meer erstrecken, Xen. An. 6, 3, 3; οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι, Pol. 1, 48, 2, u. oft; übh. vor Augen liegen, da-, bereitliegen, wie bei Hom. oft ὀνείατα προκείμενα, die vorgesetzten Speisen; πρόκεισαι, du liegst hingestreckt da, Aesch. Spt. 948; vgl. ἡμεῖς ἂν προὐκείμεϑ' αἰσχίστῳ μόρῳ, Soph. Ai. 1038; dah. von den Todten, κτίσον δὲ τῷ προκειμένῳ τάφον, Ant. 1088; so Ar. Av. 474 Eccl. 537; auch ᾡ χρυσήλατος προὔκειτο μαστῶν περονίς, worin befestigt war, Soph. Tr. 921; παιδίον προκείμενον, vor aller Augen hingestellt, Her. 1, 111; u. übertr., γνῶμαι τρεῖς προεκέατο, drei Meinungen lagen vor, 3, 83. 7, 16; ἀγῶνος μεγίστου προκειμένου, 9, 60; τὰ προκείμενα ἀγαϑά, die vorliegenden Güter, 9, 82; σημήϊα, vorgezeichnete, festgesetzte Kennzeichen, 2, 38; ἡμέραι, festgesetzte, bestimmte Tage, 2, 87; u. wie es hier eigtl. als perf. pass. dem προτίϑημι entspricht, auch von Belohnungen und Kampfpreisen, die ausgesetzt sind, Hes. Sc. 312; ἆϑλα, Plat. Rep. X, 608 c; ἀγὼν ψυχῆς πέρι πρόκειται, Eur. Or. 845; vgl. Plat. Phaedr. 247 b; Xen. Cyr. 2, 3, 2; vgl. noch Aesch. οὐδ' ἐστὶν ἄϑλου τέρμα σοι προκείμενον; Prom. 257, wie μόχϑων, 757, πᾶσι στέρεσϑαι κρατὸς ἦν προκεί μενον, war als Strafe verhängt, Pers. 363; vgl. φόνον προκεῖσϑαι δημόλευστον ἐν πόλει, Soph. Ant. 36; νόμοι πρόκεινται, O. R. 865; Ant. 477; aber τὰ νῠν δ' ἄτιμος ὧδε πρόκειμαι schließt sich an die ersten Beispiele, beschimpft bin ich so hingestellt, Ai. 422; εἴ τι πράσσει ν τῶν προκειμένων ϑέλεις, Eur. Rhes. 984; πρόκειται περὶ σωτηρίας, es liegt die Berathung vor über die Rettung, Ar. Eccl. 401; ἐπειδὴ σοὶ καὶ ἐμοὶ ὁ λόγος πρόκειται, Plat. Phaedr. 237 c; οἷς τοσούτων πέρι ὅσων ἡμῖν σκέψις πρόκειται, Rep. VII, 533 e; oft bei Folgdn τὸ προκείμενον, das, was vorliegt, der Gegenstand, von dem die Rede ist.
См. также в других словарях:
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek